μωρός

μωρός
μωρός, ά, όν, [dialect] Att. [full] μῶρος Hdn.Gr.1.192: μῶρος as fem., E.Med.61, but acc.
A

μῶραν Herod.5.17

(s. v.l.):—dull, sluggish, of the nerves, Hp.Genit.2; χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται [τῶν σφηκῶν] Arist.HA628a6.
2 of persons, dull, stupid,

μωροῦ φωτὸς ἅδε βουλά Simon.57.6

, cf. S.Ant.220, 470, Isoc.5.94
, LXXSi.18.18, al., Ev.Matt.7.26, etc.: [comp] Comp. in prov.,

μωρότερος Μορύχου Sophr.74

: [comp] Sup., X.An.3.2.22.
b in a religious sense, λαὸς μ. καὶ ἀκάρδιος LXXJe.5.21,al.
3 of things,

δέδοικα μῶρον πυραύστου μόρον A.Fr.288

;

μῶρόν ἐστι τοὐγχείρημά σου S.OT540

; τὸ μ. folly,
E.Hipp. 966;

τὸ μ. τοῦ θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί 1 Ep.Cor.1.25

; μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, S.Aj.594, OT433, Ant.469;

μῶρα . . μῶρος λέγει E.Ba.369

, cf. LXXIs.32.6;

μ. βουλεύεσθαι Ar.Ec.474

.
b μ. ἀνάγκη blind necessity, Epicur.Nat.101 G.
4 of taste, insipid, flat, Com. Adesp.596, Diocl.Fr.138, Dsc.4.19.
II Adv. -ρως X.An.7.6.21. (Cf. Skt. mūrás 'idiot'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μῶρος — μωρός dull masc nom sg μωρός dull masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρός — dull masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) …   Dictionary of Greek

  • μωρός — ή, ό άμυαλος, ανόητος, κουτός: Αυτές είναι πράξεις που κάνουν μόνο οι μωροί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκι τὸ καὶ μωρὸς ἀνὴρ κατακαίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκι γαρ καὶ μωρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἴπεν. — См. Временем и дурак правду скажет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μωρὰ γὰρ μωρὸς λέγει. — См. У дурака дурацкая и речь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκις τοι καὶ μωρός ἀνὴρ κατακαίριον εἶπεν. — См. У мужика кафтан сер, да ум у него не волк съел …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μωρότερον — μωρός dull adverbial comp μωρός dull masc acc comp sg μωρός dull neut nom/voc/acc comp sg μωρός dull adverbial comp μωρός dull masc acc comp sg μωρός dull neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωροτέραις — μωρός dull fem dat comp pl μωροτέρᾱͅς , μωρός dull fem dat comp pl (attic) μωρός dull fem dat comp pl μωροτέρᾱͅς , μωρός dull fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”